- Φείδωνα
- Φείδωνoil-can with a narrow neckmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φείδωνα — φείδων oil can with a narrow neck masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
Πανταλέων — I Όνομα ιστορικών προσώπων της προχριστιανικής εποχής. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ομφαλίωνα και βασιλιάς της Πίσας στον 7o αι. π.Χ. Ήταν εχθρός των Ηλείων, φίλων των Σπαρτιατών, εναντίον των οποίων επιτέθηκε όταν οι Σπαρτιάτες ήταν… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
φειδώνειος — εία, ον, και φειδώνιος, ία, ον, Α [Φείδων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φείδωνα, βασιλιά τού Άργους («Φειδωνείῳ μέτρῳ», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών … Dictionary of Greek
Ανολυμπιάδες — Οι Ολυμπιάδες που, σύμφωνα με τους Ηλείους, δεν ήταν κανονικές και δεν αναγνωρίζονταν από αυτούς, επειδή δεν ήταν αυτοί οι αγωνοθέτες. Α. ήταν η 8η, η 34η, η 104η και η 211η Ολυμπιάδα. Σε αυτές αγωνοθέτες ήταν οι Πισσαίοι, είτε μόνοι τους είτε με … Dictionary of Greek
Λακήδας — (6ος αι. π.Χ.). Γιος του βασιλιά του Άργους, Φείδωνα. Το 570 π.Χ. ήταν ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του Κλεοσθένη. Ήταν ακόμη πατέρας του Μέλτα, του τελευταίου βασιλιά του Άργους. Μετά από αυτόν, το Άργος μετατράπηκε σε δημοκρατία … Dictionary of Greek
Μενέδημος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος και ιδρυτής της ερετριακής σχολής (338; – 265 π.Χ.). Γεννήθηκε στην Ερέτρια και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας στα Μέγαρα παρακολούθησε μαθήματα του Στίλπωνα και… … Dictionary of Greek